«Γνώριζα βέβαια εκ πείρας τη
μυστηριώδη γοητεία αυτού του “Βασιλικού παιγνιδιού”, του μοναδικού απ’ όλα όσα
επινόησε ο άνθρωπος που με ανωτερότητα ξεφεύγει από την τυραννία της τύχης και
δε χαρίζει τις δάφνες της νίκης παρά μόνο στην εξυπνάδα, ή μάλλον σ’ ένα ορισμένο
είδος εξυπνάδας. Μήπως όμως αδικούμε ήδη το σκάκι ονομάζοντάς το “παιγνίδι”;
Δεν είναι άραγε μια επιστήμη κι αυτό, μια τέχνη, κάτι μετέωρο ανάμεσα στα δύο
ίσως σαν τη σαρκοφάγο του Μωάμεθ, που αιωρείται ανάμεσα Ουρανού και Γης, μια
σύνθεση μοναδική, που ενώνει όλα τα ζεύγη των αντιθέτων; Πανάρχαιο κι όμως
διαρκώς νέο. Μηχανικό στη διάταξή του, δε λειτουργεί παρά μόνο χάρη στη
φαντασία. Περιορισμένο σ’ ένα στενό γεωμετρικό πλαίσιο και ταυτόχρονα απεριόριστο
στους συνδυασμούς του. Εξελισσόμενο ασταμάτητα, αλλά παντοτινά στείρο. Μια
σκέψη που δεν οδηγεί πουθενά, μια άλγεβρα που δεν υπολογίζει τίποτα, μια τέχνη
χωρίς έργα, μια αρχιτεκτονική χωρίς υλικό…»
Τα λόγια αυτά είναι του Αυστριακού
λογοτέχνη Στέφαν Τσβάιχ και αποτελούν την καλύτερη εισαγωγή για όποιον
θέλει να ασχοληθεί με το σκάκι. Ιδίως
λοιπόν για όσους βρίσκονται στο ξεκίνημα των προσπαθειών τους, μια πρώτη
γνωριμία με τη μακραίωνη ιστορία και τους κυριότερους εκπροσώπους του “βασιλικού
παιγνιδιού”, είναι μάλλον η καλύτερη αρχή.
Η ιστορία του σκακιού χάνεται
κυριολεκτικά στα βάθη των αιώνων και κανείς δεν ξέρει θετικά, πότε εμφανίστηκε
για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού. Αναμφίβολα οι μακρινές
του ρίζες, βρίσκονται στην ίδια την ανάγκη του ανθρώπου για παιγνίδι, και στην
προσπάθειά του να ικανοποιήσει την ανάγκη αυτή φτιάχνοντας διάφορα ξύλινα
ταμπλό πάνω στα οποία τοποθετούσε κομμάτια από ξύλο ή πέτρα. Έτσι δημιουργήθηκαν
πολλά παιγνίδια στο πέρασμα των αιώνων, μεταξύ των οποίων με διάφορες αλλαγές και
τελειοποιήσεις και το σκάκι.
Από την άποψη αυτή είναι πολύ ενδιαφέρον ν’ αναρωτηθεί κανείς ποια
παιχνίδια μπορούν να θεωρηθούν πρόδρομοι του σημερινού σκακιού. Η απάντηση δεν μπορεί
να είναι ούτε κι εδώ τελεσίδικη, ωστόσο μία από τις δεκάδες μυθικές ιστορίες
που αναφέρονται στην προέλευσή του, είναι σύμφωνα με τις απόψεις των
περισσότερων ερευνητών αυτή που βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια.
Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή που
παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τον Άγγλο ιστορικό και φιλόλογο Harold
James Ruthven Murray (1868 – 1955), το σκάκι γεννήθηκε στην Ινδία,
γεγονός που βασίζεται μεταξύ άλλων στην περιγραφή που δίνει ο Άραβας
ιστορικός του 9ου αιώνα Αλ-Μασούντι, ο οποίος στο έργο του “Χρυσαφένια
λιβάδια” αποδίδει την επινόηση του σκακιού στον Ινδό βασιλιά Μπαλχίντ.
Σύμφωνα με τον μύθο, ο Ινδός
ηγεμόνας ζήτησε από τον βραχμάνο Σίσσα, που υπηρετούσε στην αυλή του, να
δημιουργήσει ένα παιχνίδι, για τη σωστή διεξαγωγή του οποίου θα απαιτούνταν
πολλά και σπάνια προτερήματα, όπως η υπομονή, η επιμονή, η φρόνηση, η
προνοητικότητα κ.ό.κ., προκειμένου να υπάρξει ένα “αντίπαλο δέος” στο “ναρντ”,
ένα παιχνίδι της εποχής που βασιζόταν μονάχα στην τύχη -κάτι σαν το σημερινό
τάβλι- και “διέφθειρε” συστηματικά τους Ινδούς υπηκόους... Ο Σίσσα υπάκουσε στη
διαταγή και μετά από λίγο καιρό παρουσίασε στον αφέντη του το καινούργιο παιγνίδι:
Μια σκακιέρα σαν τη σημερινή, με σκακιστικά κομμάτια που δε διέφεραν πολύ από
αυτά που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας.
Επρόκειτο για τον πρόδρομο του
σημερινού σκακιού, το λεγόμενο “Chaturanga”1 - - σανσκριτική
λέξη που σημαίνει τετραμερής, και
υποδηλώνει τα τέσσερα “angas”, τα τέσσερα μέρη δηλαδή του αρχαίου
ινδικού στρατού: Πεζικό, ιππικό, άρματα και ελέφαντες, όλα αυτά διοικούμενα από
ένα βασιλιά κι ένα βεζύρη.
Η σημερινή μορφή του σκακιού διαμορφώθηκε τον Μεσαίωνα στη δυτική Ευρώπη,
οπότε και τα άρματα αντικαταστάθηκαν από τους αξιωματικούς, οι ελέφαντες από
τους πύργους, και ο βεζύρης από τη βασίλισσα, κάτι πολύ φυσικό αφού το σκάκι
αντικατόπτριζε πάντα τη δομή της κοινωνίας που το υιοθετούσε.
Παρουσιάζοντας λοιπόν το παιχνίδι στον αφέντη του, ο Σίσσα εξήγησε πως
επέλεξε ως κεντρική ιδέα τον πόλεμο, γιατί κατά την αντίληψή του μόνο εκεί καλείται
κανείς να αναπτύξει στο έπακρο τις αρετές που “αναζητούσε” ο βασιλιάς του, όπως
τη σύνεση, τον δυναμισμό και την υπευθυνότητα και όλα αυτά σε ένα ευχάριστο
παιγνίδι χωρίς δάκρυα και αιματοχυσίες…
Ο Βασιλιάς ενθουσιάστηκε με το
δημιούργημα του αυλικού και αμέσως τον ρώτησε τί ζητούσε ως αμοιβή για τις
υπηρεσίες του. Τότε ο σοφός ακόλουθος τον εξέπληξε και πάλι, ζητώντας να του
δοθούν κόκκοι σιταριού τοποθετημένοι στη σκακιέρα του ως εξής: Στο πρώτο
τετράγωνο ένας κόκκος, στο δεύτερο δύο, στο τρίτο τέσσερις, στο τέταρτο
διπλάσιοι σε σχέση με το τρίτο -δηλαδή οχτώ-, κ.ό.κ., μέχρι το τελευταίο 64ο
τετράγωνο της σκακιέρας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως ακόμα και σήμερα οι
Ινδοί αποκαλούν τα τετράγωνα της σκακιέρας “κοχταζάρια” που σημαίνει
σιταποθήκες! Ο βασιλιάς βέβαια δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει γι’ αυτή τη “γελοία” αμοιβή,
αλλά ο πονηρός βραχμάνος επέμεινε μέχρι που διατάχθηκε η εκπλήρωση της
επιθυμίας του.
Ο Ινδός ηγεμόνας πρέπει να δοκίμασε μεγάλη έκπληξη όταν πληροφορήθηκε πως
για να συγκεντρωθούν οι κόκκοι που ζήτησε ο αυλικός, δεν έφτανε όχι μόνο όλο
το σιτάρι των Ινδιών, αλλά και ολόκληρου του κόσμου! Κι αυτό γιατί ο συνολικός
αριθμός των κόκκων που ζήτησε ο Σίσσα ανέρχεται στον αστρονομικό αριθμό 18.446.744.073.709.551.615
(!!!) ή για να μιλήσουμε με όρους βάρους, στους 977.677 τόνους! Δεν
πρόκειται παρά για τη γνωστή μας γεωμετρική πρόοδο. Λέγεται ότι ο βασιλιάς δεν
ήξερε τι να πρωτοθαυμάσει, τη δημιουργία του Σίσσα ή την εμπνευσμένη του απαίτηση…
Μέχρι εδώ, η πραγματικότητα λίγο
πολύ μπλέκεται με τον μύθο. Η ιστορία ωστόσο δεν τελειώνει εδώ, αφού το σκάκι
συνέχισε το ταξίδι του και γρήγορα διαδόθηκε από τις Ινδίες σε όλο τον τότε γνωστό
κόσμο, για να γίνει με το πέρασμα των αιώνων ένα παιγνίδι παγκόσμιας αποδοχής.
Η διάδοση του σκακιού προς τη Δύση
Οι πρώτοι που ασχολήθηκαν με το σκάκι σοβαρά και συστηματικά ήταν οι Άραβες. Μάλιστα για την αγάπη που του έτρεφαν υπάρχουν πολλά δείγματα, μεταξύ των οποίων περίφημα σκακιστικά χειρόγραφα, πάπυροι και τοιχογραφίες με σκακιστικά προβλήματα -τις περίφημες “μανσούβες”-, αλλά και σπάνια σκακιστικά κομμάτια από ελεφαντόδοτο του χαλίφη της Βαγδάτης Χαρούν ελ Ρασίδ (786-829), γνωστού ήρωα από το έργο “Χίλιες και μία νύχτες”. Άλλωστε, η εξάπλωση του σκακιού από την Αραβία προς τη Δύση βοηθήθηκε ιδιαίτερα από τον ίδιο το Μωάμεθ, που ήταν φανατικός του θαυμαστής.
Ωστόσο η σκοταδιστική Ευρώπη των μεσαιωνικών χρόνων, στην αρχή δεν καλοδέχθηκε το καινούριο παιγνίδι κι έτσι η Καθολική εκκλησία το απαγόρευσε με αλλεπάλληλα διατάγματα, ξεκινώντας από το 1196 μέχρι και τα μέσα του 14ου αιώνα. Η κύρια αιτιολογία ήταν ότι η συνεχής προσήλωση των σκακιστών πάνω από τα σκακιστικά κομμάτια που αναπαριστούσαν τόσες διαφορετικές φιγούρε, δεν ήταν κατά τη γνώμη του Πάπα, παρά μια καμουφλαρισμένη μορφή ειδωλολατρίας!
Έτσι το σκάκι ήταν απαγορευμένο αρχικά προς τους κληρικούς και στη συνέχεια προς τους πάντες, μέχρι που η Εκκλησία άρχισε να δείχνει σταδιακά μια πιο χαλαρή αντιμετώπιση…
Σε γενικές γραμμές είναι αρκετά δύσκολο να σκιαγραφήσουμε την πορεία του σκακιού στη δυτική Ευρώπη εκείνων των χρόνων. Τα πράγματα γίνονται πολύ πιο διακριτά από τα τέλη του 15ου αιώνα, οπότε και ο Ισπανός Ruis Ramirez de Lucena εκδίδει το 1497, το πρώτο σκακιστικό βιβλίο, με τίτλο Repetición de Amores y Arte de Ajedrez con 150 Iuegos de Partido. Από κει κι έπειτα οι ρυθμοί ανάπτυξης του σκακιού είναι ραγδαίοι, κυρίως στην Ισπανία και την Ιταλία, που ήταν και οι πρώτες ευρωπαϊκές χώρες που το ανέπτυξαν: Εκδίδονται πολλά σκακιστικά βιβλία, ο Ιταλός Alessandro Salvio ιδρύει στη Νάπολη την πρώτη σκακιστική σχολή και το πρώτο διεθνές τουρνουά πραγματοποιείται το 1575 στο ανάκτορο του βασιλιά της Ισπανίας και μεγάλου θαυμαστή του σκακιού, του Φιλίππου Β’. Νικητής αναδείχθηκε ο Ιταλός Giovanni Leonardo di Bona, που θεωρήθηκε ο ισχυρότερος σκακιστής του 16ου αιώνα. Κατά τον 17ο αιώνα μεσουράνησε ο επίσης Ιταλός -και ενδεχομένως ελληνικής καταγωγής- Gioachino Greco, ενώ αργότερα άρχισαν να εμφανίζονται ισχυροί σκακιστές και από άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Το σκάκι στα νεώτερα και σύγχρονα χρόνια
Ο 18ος αιώνας ανήκε αποκλειστικά σχεδόν στη Γαλλία, που ανέδειξε πολλούς “βιρτουόζους”, όπως τον Louis-Charles Mahé de La Bourdonnais και το γνωστό συνθέτη όπερας, François-André Danican Philidor, ο οποίος ανέπτυξε σημαντικά την υποτυπώδη μέχρι τότε σκακιστική θεωρία διατυπώνοντας θεμελιώδεις αρχές που ισχύουν μέχρι τις μέρες μας.
Σιγά-σιγά εμφανίστηκαν ανταγωνιστές και από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και από τις ΗΠΑ, όπως οι Howard Staunton-Άγγλος, Adorph Anderssen-Γερμανός, Dawid Janowski-Πολωνός, Paul Morphy-Αμερικανός και πολλοί άλλοι.
Παρ’ ότι η ιστορία πλέον αναγνωρίζει ορισμένους σκακιστές ως τους ισχυρότερους κάθε εποχής, πρέπει να πούμε πως εκείνα τα χρόνια, τα πράγματα στις αγωνιστικές συνθήκες ήταν πολύ ρευστά. Τουρνουά όπως τα ξέρουμε σήμερα δεν διεξάγονταν -η πρώτη “σύγχρονη” διεθνής συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο μόλις το 1851- και οι σκακιστικές διαφορές λύνονταν πάντα με την άμεση αναμέτρηση των δύο ενδιαφερομένων. Επιπρόσθετα, ο τίτλος του παγκόσμιου πρωταθλητή ακόμα δεν υπήρχε κι όπως ήταν φυσικό οι εκτιμήσεις για τον κορυφαίο σκακιστή του κόσμου απείχαν πολύ μεταξύ τους.
Ο επίσημος τίτλος του παγκoσμίου πρωταθλητή, καθιερώθηκε για πρώτη φορά το 1886, όταν ο Αυστριακός Wilhelm Steinitz (1836-1900) νίκησε σε ματς όλους τους ισχυρούς σκακιστές της εποχής που ζήτησαν ν’ αναμετρηθούν μαζί του.
Από τότε τόσο η θεωρητική όσο και η αγωνιστική πλευρά του σκακιού δεν σταμάτησαν ν’ αναπτύσσονται. Το παγκόσμιο πρωτάθλημα συνέχισε να διεξάγεται κανονικά μέσω μιας σειράς σκληρών προκριματικών αγώνων, ενώ τα σκακιστικά τουρνουά -τοπικά και διεθνή- ολοένα και πλήθαιναν. Ακόμα, για την ανάπτυξη της σκακιστικής θεωρίας δεν έχει κανείς παρά να λάβει υπ’ όψιν του τη συγγραφική και εκδοτική “έκρηξη” που ξεκίνησε στα μέσα του 19ου αιώνα, για να φτάσουμε μέχρι τις μέρες μας που η σκακιστική βιβλιογραφία αριθμεί πάνω από 50.000 τίτλους, χωρίς να υπολογίζονται οι εκατοντάδες των περιοδικών εντύπων που έχουν κατά καιρούς κυκλοφορήσει σε όλο τον κόσμο!
Όλα αυτά τα στοιχεία, η τεράστια διοργάνωση, η εντυπωσιακή βιβλιογραφία, τα αναρίθμητα τουρνουά και ματς, η σημαντική επιρροή του σκακιού στις τέχνες, τις επιστήμες και πάνω απ’ όλα σε εκατομμύρια ανθρώπους μεταξύ των οποίων βρίσκονται μερικές από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες όλων των εποχών, όπως ο Σαίξπηρ, ο Γκαίτε, ο Ρουσσώ, ο Ντιντερό, ο Μότσαρτ, ο Προκόφιεφ, ο Μαρξ, ο Λένιν και πολλοί άλλοι, συνολικά μια ιστορία τόσων και τόσων αιώνων, δείχνουν πραγματικά ότι το σκάκι είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα “παιγνίδι”. Η ιστορία του είναι τόσο μεγάλη και πολυσχιδής που θα ήταν αδύνατο να παρουσιαστεί σε ένα άρθρο εισαγωγικού χαρακτήρα. Έτσι όλα όσα αναφέραμε δεν έχουν βεβαίως τις αξιώσεις μιας ολοκληρωμένης παρουσίασης αλλά την πρόθεση -ή καλύτερα την ελπίδα- να σταθούν ως μια πρώτη αφορμή για βαθύτερη και ουσιαστική ενασχόληση με το αρχαίο μας παιγνίδι.
Παραπομπές
1Από την αρχαία αυτή ινδική λέξη προέκυψαν και οι αντίστοιχες
ονομασίες που χρησιμοποιούσαν πολλές άλλες χώρες (“Shatranj”-Περσικά, “Shaterej”-Αραβικά
“Acedrex”-Ισπανικά, “Ζατρίκιον”-Ελληνικά), ενώ ο σημερινός όρος “Σκάκι”
προέρχεται από την περσική λέξη “Shah” που σημαίνει βασιλιάς. Από εκεί
έχουμε και τις αντίστοιχες ονομασίες πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών (“Scacchorum”-Λατινικά,“Scacchi”
- Ιταλικά, “Chess”- Αγγλικά “Echecs”-Γαλλικά “Skak”-Δανικά,
κ.ό.κ.)